-
1 υποστήριξη
[ипостирикси] ουσ. Θ. поддержка, помощь, защита диссертации.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υποστήριξη
-
2 поддержка
поддержкаж1. (опора) τό στήριγμα, τό ίρεισμα·2. (помощь) ἡ ὑποστήριξη [-ις], ἡ βοήθεια:материальная \поддержка ἡ ὑλική ὑποστήριξη·3. (мнения, предложения и. т. п.) ἡ ὑποστήριξη [-ις]. -
3 поддержка
-и θ.1. υποστήριξη, -ιγμα.2. βοήθεια, αρωγή, επικουρία, συνδρομή συμπαράσταση. || συνηγορία•поддержка предложения, мнения υποστήριξη της πρότασης, της γνώμης.
|| ενίσχυση• προστασία•поддержка наступающих артиллерийским огнм υποστήριξη των επιτιθέμενων με πυρά πυροβολικού.
-
4 поддержка
-
5 защита
-ы θ.1. υπεράσπιση, προάσπιση, προστασία, υποστήριξη• προφύλαξη•защита мира υπεράσπιση της ειρήνης•
взять кого под -у παίρνω κάποιον υπο την προστασία•
интересов η υπεράσπιση των συμφερόντων•
защита от солнца προφύλαξη από τον ήλιο•
меры социальной -ы μέτρα κοινωνικής προστασίας•
искать -ы αναζητω προστασία•
стоять на -е παίρνω το μέρος, υποστηρίζω•
защита диссертации υποστήριξη διατριβής•
без -ы, без прикрытия (στρατ.) απροφύλακτα, απροκάλυπτα.
2. (στρατ.) άμυνα•противотанковая защита αντιαρματική άμυνα.
5. (νομ.) η υπεράσπιση (οι συνήγοροι).4. (αθλτ.) άμυνα (οι παίχτες). -
6 обеспечение
1. (снабжение) о εφοδιασμός, η παροχή 2. (поддержка,помощь) η υποστήριξη, η ενίσχυση, η επιδότηση 3. (пре-дусмотрение возможности чего-л. или длячего-л.) η εξασφάλιση, η διασφάλιση, η πρόβλεψη 4. (ответственность за реализацию)η εγγύηση, ο έλεγχος 5. (ЭВМ)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обеспечение
-
7 поддержка
1. (опора) το στήριγμα, το έρεισμα 2. (помощь, содействие) η υποστήριξη, η βοήθεια, η αρωγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поддержка
-
8 помощь
1. (содействие, поддержка) η βοήθει/α, η υποστήριξηпредлагать - προτείνω/προσφέρω τη -2. (пособие) η αρωγή, η βοήθεια, η συνδρομή, το βοήθημα, η επικουρία, η επιδότησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > помощь
-
9 беспомощный
беспо́мощн||ыйприл1. (слабый) ἀδύνατος, ἀνίσχυρος;2. (нуждающийся в поддержке) χωρίς ὑποστήριξη, ἀνυποστήρικτος, ἀδύναμος, ἀνήμπορος. -
10 защита
защи́т||аж1. (действие) ἡ ὑπεράσπι-σηΐ-ιςί ἡ προστασία, ἡ ἄμυνα:\защита мира ἡ ὑπεράσπιση τής είρήνης· \защита диссертации ἡ ὑποστήριξη τής διατριβής· \защита подсудимого ἡ ὑπεράσπιση τοῦ ὑποδίκου· искать \защитаы ζητώ προστασία· вставать на \защитау кого-л. ὑπερασπίζομαι κάποιον, ἀναλαβαίνω τήν προστασία· в \защитау γιά τήν ὑπεράσπιση· под \защитаой ὑπό τήν προστα-σίαν2. (то, что защищает) ἡ προστασία, ἡ ἄμυνα / ἡ προκάλυψη [-ις] (укрытие):противотанковая \защита ἡ ἀντιαρματική ἄμυνα·3. юр. ἡ ὑπεράσπιση [-ις], οἱ συνήγοροι:свидетели \защитаы οἱ μάρτυρες ὑπερασπίσεως·4. спорт. ἡ ᾶμυνα. -
11 находить
находить Iнесов1. βρίσκω, εὐρίσκω:\находить деньги на дороге βρίσκω λεφτά στό δρόμο· \находить правильное решение βρίσκω σωστή λύση· \находить оправда́ние βρίσκω δικαιολογία· \находить поддержку (утешение) в чем-л. βρίσκω ὑποστήριξη (παρηγοριά) σέ κάτι· \находить применение ἐφαρμόζομαι, χρησιμεύω· \находить удовольствие в беседе с кем-л. νοιώθω εὐχαρίστηση κουβεντιάζοντας μέ κάποιον2. (приходить к выводу) θεωρώ, κρίνω, βρίσκω:\находить, что собеседник прав θεωρώ πώς ὁ συνομιλητής μου ἔχει δίκηο· врач находит, что больной в тяжелом состоянии ὁ γιατρός κρίνει πώς ἡ κατάσταση τοῦ ἀρρωστου εἶναι σοβαρή· \находить кого-л. красивым βρίσκω ὀμορφο (κάποιον)· ◊ не \находить себе места δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν μπορώ νά ἡσυχάσω.находить IIнесов1. (наталкиваться) προσκρούω, συναντώ, τρακάρω:\находить на мель προσαράζω στά ρηχά·2. (надвинувшись, закрывать \находить о туче, облаке) σκεπάζω·3. перен (овладевать, охватывать):на меня находит грусть μέ πιάνει στενοχώρια· что это на тебя иахо́дит? τί σέ πιάνει;·4. (сходиться, собираться) μαζεύομαι, συναθροίζομαι. -
12 оказывать
оказ||ыватьнесов:\оказывать внимание δίνω προσοχή σέ κάτι· \оказывать любезность φέρομαι εὐγενικά, κάνω χάρη· \оказывать содействие παρέχω βοήθεια· \оказывать услугу προσφέρω (μιά) ὑπηρεσία· \оказывать поддержку παρέχω ὑποστήριξη, ὑποστηρίζω κάποιον \оказывать предпочтение προτιμώ, προκρίνω· \оказывать влияние ἐξασκώ ἐπιρροή· \оказывать давление ἐξασκῶ πίεση· \оказывать сопротивление ἀντιστέκομαι, προβάλλω ἀντίσταση· \оказывать гостеприимство παρέχω φιλοξενία, φιλοξενώ. -
13 вспомоществовать
-вую, -вуешьρ.σ.με δοτ. παλ. βοηθώ, παρέχω βοήθεια, υποστήριξη. -
14 диспут
-а α.1. συζήτηση (πάνω σε θέμα επιστημονικό, λογοτεχνικό κλπ.)• λογομαχία•вести диспут διεξάγω, κάνω συζήτηση, συζητώ.
2. δημόσια υποστήριξη διατριβής. -
15 заручиться
-чусь, -чишьсяρ.σ. προεξα-σφαλίζω• заручиться чьим-н. согласием, подцержекой εξασφαλίζω τη συγκατάθεση, την υποστήριξη κάποιου. -
16 заручка
-и θ. (απλ.) υποστήριξη, βοήθεια, μέσον. -
17 заступа
-ы θ. (απλ. παλ.) προστασία, προάσπιση, υποστήριξη, υπεράσπιση. -
18 заступление
-я ουδ.1. αντικατάσταση, αναπλήρωση.2. πάτημα με το πόδι.3. μπάσιμο, εισχώρηση, είσδυση. || υπηρεσία, αποστολή.4. υπεράσπιση, υποστήριξη. -
19 заступничество
-а ουδ.υπεράσπιση, υποστήριξη, προάσπιση• προστασία. -
20 мотив
-а α.1. αφορμή• πρόφαση• αιτία, αίτιο κίνητρο. || επιχείρημα, συλλογισμός (για υποστήριξη).2. (φιλγ.) μοτίβο, συστατικό έργου.3. (μουσ.) σκοπός, μοτίβο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
υποστήριξη — η 1. η στήριξη αποκάτω, η στήριξη, η αντιστήριξη: Προσωρινή υποστήριξη της γέφυρας με ξύλινα δοκάρια. 2. μτφ., βοήθεια, προστασία, ενίσχυση, υπεράσπιση, συνηγορία: Σπουδάζει με την υποστήριξη του θείου του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποστήριξη — η / ὑποστήριξις, ίξεως, ΝΜ [ὑποστηρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποστηρίζω νεοελλ. μτφ. βοήθεια, ενίσχυση, υπεράσπιση … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek